-
1 κατακρατεω
1) одолевать, побеждать(τινος Arst., Polyb.)
τῷ οὐνόματι κ. Her. — получать перевес в имени (о римск. Пеней, которая одна сохраняет свое название после слияния с другими реками)2) овладевать, владеть(τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου Polyb.)
3) преодолевать, сдерживать, подавлять(διὰ βάρος τὸν τῆς ζέσεως ἐπιπολασμόν Arst.; ὀργῆς Plut.)
4) усваивать, переваривать -
2 μετριοτης
- ητος ἥ умеренность, сдержанность, воздержность(τῶν σίτων Xen.)
μ. τοῦ μορίου Arst. — соразмерность -
3 μοχθηρια
ἥ1) дурное качество, негодность(σώματος, τῶν σίτων, κυβερνητῶν καὴ ναυτῶν Plat.)
2) тж. pl. порок или порочность, испорченность(ἀρεταὴ καὴ μοχθηρίαι Arst.)
-
4 αδην
I.II.тж. ἄδ(δ)ην adv. вдоволь, вволю, досыта(ἔδμεναι Hom.; ἐμπιμπλάμενοι σίτων Plat.)
ἅ. ἐλάσαι πολέμοιό τινα Hom. — измучить кого-л. битвой;ὡς ἅ. εἶχον κτείνοντες Her. — когда они вволю натешились резней;ἐπειδέ τῶν τοιούτων ἅ. Plat. — когда мы вдоволь наговорились об этом;ἅ. ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι Plat. — довольно с нас слов;ἐπεὴ τούτων ἅ. εἶχε Plut. — когда ему это надоело -
5 απολαυσις
- εως ἥ1) (ис)пользование, потребление (sc. τῶν ἀγαθῶν Thuc., Isocr.); вкушение(σίτων καὴ ποτῶν Xen.)
2) наслаждение, удовольствие(ἀπολαύσεις σωματικαί Arst.)
3) воздаяние(ἀδικημάτων Luc.)
ἀπόλαυσίν τινος Eur. — в воздаяние за что-л. -
6 εμπιπλημι
(impf. ἐνεπίμπλην, fut. ἐμπλήσω, aor. ἐνέπλησα, pf. ἐμπέπληκα)1) наполнять(δέπας, ἵππον δουράτεον ἀνδρῶν Hom.; θυλάκια τῆς ψάμμου, med. ἄγγος τοῦ ὕδατος Her.; med. τὸν ψυκτῆρα Plat.; οἰμωγῆς τε καὴ κλαυθμοῦ τὸ πεδίον Plut.) ἐμπλῆσαι τέν θάλατταν τριήρων Dem. покрыть все море триерами; ἐνέπλησθεν οἱ αἵματος ὀφθαλμοί Hom. глаза у него налились кровью; τὸν Κῦρον ἐπεσπάσατο ἐμπλησθῆναι δακρύων τὰ ὄμματα Xen. он до того растрогал Кира, что глаза (последнего) наполнились слезами
2) исполнять, заканчивать, свершать(τέν ἑαυτοῦ μοῖραν Plat.)
3) наполнять, преисполнять(τέν ψυχέν ἔρωτος Plat.; τινὰ ἐλπίδων κενῶν Aeschin.; ἐμπίμπλασθαι ὀργῆς Arph.)
4) поить или кормить досыта(γάλακτος, sc. παῖδας Theocr.; τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων Plat.)
ἐμπιπλάμενοι σίτων καὴ ποτῶν Plat. — насытившись и утолив жажду;τῆς φακῆς ἐμπλήμενος Arph. — наевшись чечевицы;τῷ ἀμπελίνῳ καρπῷ ἐμπιπλάμενος Her. — напившись вдоволь виноградного вина5) насыщать, вполне удовлетворять(ἁπάντων τέν γνώμην Xen.)
θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. — наслаждаясь всем сердцем;ἐμπλησθείη ἂν ἐκείνους μεμφόμενος Plat. — пусть он находит себе удовлетворение в порицании этих людей;οὔτοι σὸν βλέπων ἐμπίμπλαμαι Arph. — я не могу наглядеться на тебя;οὐκ ἐνεπίμπλασο ὑπισχνούμενος Xen. — твоим обещаниям не было конца;ἔμπλησο λέγων Arph. — говори вволю6) пресыщать, утомлятьἐμπλῆσαί τινα τοῦ πολεμεῖν Isocr. — изнурить кого-л. войной;
ἐμπέπληκε ἡμῖν τὰ ὦτα Λύσιδος Plat. — он нам уши прожужжал про Лисида
См. также в других словарях:
σίτων — σί̱των , σῖτος grain masc gen pl σί̱των , σῖτος grain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
μετάδοση — η (ΑM μετάδοσις) [μεταδίδω] 1. το να δίνει κάποιος σε άλλον μέρος από τα δικά του ή μέρος από κάτι («σίτων καὶ ποτῶν μετάδοσις», Ξεν.) 2. γνωστοποίηση, ανακοίνωση, κοινοποίηση («η μετάδοση τών ειδήσεων από το ραδιόφωνο γίνεται κάθε ώρα») 3. η… … Dictionary of Greek
METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς … Hofmann J. Lexicon universale
φαύσμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα ἐκ σίτων πεποιημένα καὶ αἱ ἀπαρχαὶ τῶν πεμμάτων» … Dictionary of Greek